- ζωγραφητός
- ζωγραφητός, -ή, -όν (Α) [ζωγραφώ]στολισμένος, διακοσμημένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωγραφητῶν — ζωγραφητός painted fem gen pl ζωγραφητός painted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφητόν — ζωγραφητός painted masc acc sg ζωγραφητός painted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφητούς — ζωγραφητός painted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευζωγράφητος — εὐζωγράφητος, ον (Μ) καλά ζωγραφισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωγραφητός (< ζωγραφώ)] … Dictionary of Greek